< Γλυμπεῖς
Γλυππία >
γλύξις
,
-εως, ἡ
• Alolema(s):
γλεῦξις
Hsch., Paus.Gr.
γ
9
vino dulzón
Phryn.Com.68, Polyzel.13, Paus.Gr.l.c., Ath.31e, Hsch.