< γλυκυσῖτις
γλυκύστρυφνος >
γλύκυσμα
,
-ματος, τό
1
sabor dulce
Lib.
Descr
.30.15.
2
dulce
,
pastel
Mac.Aeg.
Serm
.B 33.4.5, Sch.Ar.
Pl
.660.