γλίχομαι
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [sólo tema de pres. excepto aor. ἐγλιξάμην Pl.Com.268]
1 desear ardientemente, anhelar, ansiar c. gen.
γλιχόμενοι Αἰγύπτουanhelando (llegar a) Egipto Hdt.4.152,
ἐν νήσοισιν ἐόντες ἠπείρων γλίχονταιHp.Ep.17.5,
ἐλευθερίηςHdt.8.143, cf. 2.102, 3.72, D.5.22,
τούτων τῶν κακῶνAr.Fr.104,
τοῦ ζῆνPl.Phd.117a, Charond.62,
ἰσχύος καὶ κέρδουςThphr.Char.26.1,
τᾶς σωφροσύναςPythag.Ep.3.2, cf. AP 9.334 (Pers.), Plu.2.1b, 47c,
εἰρήνηςPolyaen.2.1.1, Luc.Herod.1,
τοῦ καρποῦAen.Tact.7.1, cf. Longus 3.8.1
•c. ac.
σμικρὰ καὶ ὀλίγου ἄξια ... γλίχονται ὑπερφυῶςPl.Hipparch.226e
•c. inf.
τά τε χίλια τάλαντα, ὧν ... ἐγλίχοντο μὴ ἅψασθαιTh.8.15,
εἰδέναιPl.Grg.489d,
λέγεινD.6.11,
ζῆνAntiph.86.3,
θιγεῖν καὶ συνεῖναιPhld.D.3.1.16, cf. D.18.207, Plu.2.84d
•c. or. final
ὡς δὲ στρατηγήσεις αὐτῆς, γλίχεαιtú aspiras a gobernarla Hdt.7.161,
γλιχόμεθα μὲν τὴν μᾶζαν ἵνα λευκὴ παρῇAlex.145.7, cf. Pl.Com.l.c.
2 quedarse pegado c. περί y gen., de donde fig. fluctuar, vacilar
περὶ τῆς πέμπτηςArist.Sens.437a21.
• Etimología: V. γλοιός.