< γλαδίολον
γλᾶθις >
γλάζω
• Prosodia:
[-ᾰ-]
chupar
τὸ σ<ὸν> αὐτοῦ μέλι γλάζεις
Pi.
Fr
.97.
• Etimología:
Rel. c. γάλα q.u., de la r. *
gl̥g
-.