γλωχίς, -ῖνος, ἡ
• Alolema(s): γλωχίν Orio p.38, EM 235.50G.
1 extremo de una correa
ὑπὸ γλωχῖνα δ' ἔκαμψανIl.24.274.
2 de obj. terminados en punta extremo, punta de flecha
πονῶν πλευρὰν πικρᾷ γλωχῖνιS.Tr.681, cf. Lyd.Mag.1.12,
ὑμένες ... ἀκίδων γλωχῖσιν ὁμοιότατοι τὴν σύνταξινGal.5.548, cf. Hsch.,
πλατέος γλωχῖνα σιδήρουAP 6.63 (Damoch.), ref. a un cálamo, D.P.Au.3.11,
τριαίνηςNonn.D.2.411, 36.111, de las astas de un toro
ὁ δὲ γλωχῖνι κεραίης ἰσοτύπου ΤαύροιοNonn.D.1.193, de los cuernos de la luna
ἀγχιτελὴς λείπουσα μιῇ γλωχῖνι σελήνηNonn.D.40.314.
3 n. pitagórico para un ángulo
οὕτω γοῦν γλωχῖνας ἐκάλουν οἱ Πυθαγόρειοι τὰς γωνίαςHero Def.15.
4 esquina de un trono
γλωχῖνα θρόνοιοCall.Del.235.
5 extremo de la tierra
ἐπὶ γλωχῖνι νέμονται ... Μαυρουσίδος ἔθνεα γαίηςD.P.184.
6 lengua de mar
ὑπὸ τὴν ἔνδον παρατεινομένην τῆς θαλάττης γλωχῖναAgath.5.22.4.
7 bot. estigma del azafrán
ἐκ μέσου τοῦ ἄνθους ἑλκομένων τῶν γλωχίνωνGp.11.26.2.