< γλωττοδέψην·
γλωττοποιητικῶς >
γλωττοποιέω
sent. obs.
usar mucho la lengua
,
practicar el cunnilingus
γλωττοποιεῖν εἰς τὰ πορνεῖ' εἰσιόνθ' ἑκάστοτε
Ar.
V
.1283.