< γλωσσοφαγία
γλωσσώδης >
γλωσσοχαριτέω
lisonjear
,
halagar
ὁ ἐλέγχων ἀνθρώπου ὁδοὺς χάριτας ἕξει μᾶλλον τοῦ γλωσσοχαριτοῦντος
LXX
Pr
.28.23.