< γλωσσαλγέω
γλωσσαλγία >
γλωσσαλγής
,
-ές
prolijo
,
charlatán
πρὸς ἄνδρα γλωσσαλγῆ οὐδὲν πλέον τοῦ λαλεῖν δυνάμενον
Aesop.146.1, cf. Polem.Phgn.6 (p.387.15).