< γλυκύνομαι
γλῠκύοξυς >
γλυκύνους
,
-ουν
de carácter dulce
,
afable
ἀνήρ
Polem.Phgn.22 (p.340.11),
δάμαρ
SEG
33.1110.8 (Paflagonia III d.C.).