γλῠκύς, -εῖα, -ύ
• Alolema(s): lesb. fem. γλύκηα Sapph.102.1; jón. fem. -είη Hp.Mul.2.192, Int.12; -έη Hp.Epid.7.76; beoc. neutr. γλουκού Corinn.22.4
• Morfología: [neutr. γλυκύν IUrb.Rom.1287.9; compar. γλυκίων Il.1.249, γλυκειότερος IUrb.Rom.1304, neutr. plu. γλύσσονα Xenoph.B 38.2; sup. γλύκιστος B.3.47, γλυκίτατος Denkmäler 241 (Isauria)]
I
μέλιτος γλυκίων ... αὐδήIl.l.c.,
γλυκεῖαι μέλιτος ... ῥοαίE.Ba.711,
γλυκὺ ἐς γεῦσιν, οἷον μέλιHp.Alim.27,
κηρίονCall.H.1.49,
γλυκὺ νᾶμα μέλισσα πηγάζειAP 9.404 (Antiph.),
γλυκὺ ὡς μέλιApoc.10.9,
γλυκὺ χεῦμα μελίσσηςNonn.D.26.202,
νέκταρIl.1.598, Nonn.D.7.61,
σῦκαXenoph.B 38.2,
κατάχυσμαAr.Au.535,
χυμός op. otros humores (πικρός, ἁλμυρός, στρυφνός, ὀξύς)Hp.VM 24, cf. Plu.2.708d,
ἡ γλυκέη ὀπώρηlas frutas dulces del otoño, Hp.Epid.7.76,
καρποίThphr.HP 1.7.2, cf. Str.17.2.4,
φύλλαThphr.HP 1.12.4,
οἱ τῆς ῥοᾶς κόκκοιThphr.HP 2.2.5,
ῥᾶγεςThphr.HP 3.17.6,
τὴν δὲ σάρκα (de un fruto) γλυκεῖαν σφόδραThphr.HP 4.2.5,
χυλοίThphr.HP 4.8.2,
ἡ ῥίζα ... τῇ γεύσει γλυκεῖαThphr.HP 7.2.6,
τρύξThphr.HP 9.12.1
•
οἶνος γ.vino dulce Hp.Acut.50, Liqu.5, Vlc.12,
οἶνος γ. λευκόςThphr.HP 7.6.3,
μῆλον γλυκύmanzana dulce Hp.Vict.55, cf. Thphr.HP 9.11.5, D.L.9.81.7, Orib.5.31.1,
ῥοίη γλυκείηgranada dulce Hp.Mul.2.192, Int.12, cf. Thphr.CP 5.9.5
•subst. ὁ γ. vino dulce Alex.60.1, Arist.Pr.875b2, PLond.2141.25, PCair.Zen.13.10 (ambos III a.C.), IStratonikeia 203.23, 205.36 (ambos II d.C.), PMag.7.184, tb. neutr.
τὸ γλυκύArist.Pr.872b33, Nic.Al.386, medic. en POxy.1088.51, 54 (I d.C.), Gal.12.617, cf. medic. en POxy.234.2.6, cf. 21 (II/III d.C.),
τὰ γλυκέαlos frutos dulces Hp.Epid.5.58, Thphr.CP 5.9.5.
2 del agua dulce frec. op. ‘salado’
ὕδωρ ψυχρὸν καὶ γλυκύagua fresca y dulce de un manantial, Hdt.4.181,
τὰ μὲν οὖν ὄμβρια (ὕδατα) ... γλυκύτατά ἐστιHp.Aër.8,
γλυκὺ ἐς δύναμιν οἷον ὕδωρHp.Alim.27,
οὔτε (δύναται) ἁλυκὸν γλυκὺ ποιῆσαι ὕδωρni manantial salado puede dar agua dulce, Ep.Iac.3.12,
ὕδωρde una laguna op. ἁλμυρός Str.16.4.14,
γλυκέος ὕδατος πηγήPaus.3.23.2,
ὕδωρ γλυκὺ ἐκ θαλάσσης ἀνερχόμενονPaus.8.7.2
•de ríos, fuentes y lagunas de agua(s) dulce(s)
ποταμὸς γ. op. πικρόςHdt.4.52,
πηγήM.Ant.8.51.1,
λίμνηPlb.4.40.9,
op. ἁλμυρόςStr.16.1.21
•subst. τὸ γ. el agua dulce
op. τὸ ἁλμυρόνArist.Mete.355a33,
τὸ γ. καὶ τὸ πικρόνagua dulce y amarga de fuente Ep.Iac.3.11.
3 subst. τὸ γ. lo dulce como cualidad, Arist.de An.422b11, Sens.442a13, Pr.872b34, Hp.VM 14,
op. τὸ ὀξύThphr.Sens.28 (= Anaxag.A 92).
II fig.
1 de cosas y abstr. dulce, agradable, grato, delicioso del sueño
ὕπνοςIl.23.232, Od.2.395, Alcm.3.7, Pi.P.9.23, Theoc.11.22,
ὕπνου γλυκυτάταν ... χάρινE.Or.158, del deseo y la añoranza
θεὰ ἔμβαλε θυμῷ γλυκὺν ἵμερον ... ἀνδρὸς τὲ προτέρου καὶ ἄστεος ἠδὲ τοκήωνIl.3.139,
γ. ἵμερος ... κλαυθμοῦ καὶ στοναχῆςOd.22.500, cf. Pi.O.3.33,
παλαιγενέων ἐπέων γ. οἶστροςdulce deseo de escuchar viejas historias Nonn.D.38.106, del amor y rel. con el amor
ὥς σεο νῦν ἔραμαι καὶ με ἵμερος γ. αἱρεῖIl.3.446,
ἜρωςAlcm.59a.2, Theoc.2.118,
ἈφροδίταPi.O.6.35,
γλυκὺ καὶ ... πικρὸν ... κέντρον ἜρωτοςAP 5.163 (Mel.), cf. Nonn.D.48.509,
γάμοςPi.P.4.223,
γ. ὀδούς ὁ τοῦ πόθουTrag.Adesp.295a,
φίλημαAch.Tat.2.37.7, de la vida
γ. αἰώνsu dulce vida, Od.5.152, cf. Hdt.7.46,
γλυκὺν ... αἰῶνα κλαυμάτων ἄτερA.A.1148,
κατέσβετο ... γ. αἰώνIMEG 22.3.11 (II/III d.C.),
βίοτοςPi.P.2.26,
βίοςIMEG 46.15 (imper.),
τὸ δὲ ζῆν μικρόν, ἀλλ' ὅμως γλυκύE.Alc.693, por antífrasis de la muerte
θανεῖν γλύκιστονB.3.47,
ὦ γ. ᾍδαςS.Tr.1040,
θάνατοςAch.Tat.3.22.1, de la música y el sonido de la voz
γλυκεῖαν αὐλῶν καναχάνB.2.12,
γλυκὺν αὐλῶν ὄτοβονS.Ai.1202,
τὰς γλυκείας ... ἁρμονίαςPl.Resp.411a,
γλυκὺς ἦχος ψαλμῶνAP 9.409 (Antiph.),
ἀοιδάPi.N.5.2, cf. Ar.Au.750,
μέλοςPi.O.10.3, AP 9.570 (Phld.),
ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγι μου τὰ λόγια σουLXX Ps.118.103, neutr. sg. como adv.
γλουκοὺ δέ †τις ἄδων†Corinn.22.4,
ὡς γλυκὺ φωνεῖTheoc.15.146
•de instrumentos musicales dulce, de dulce sonido
αὐλόςPi.O.10.94,
φόρμιγξPi.N.4.44,
χορδὰ γλυκίσταPhilox.Leuc.(b) 33, de la poesía
ΜοῦσαB.Fr.21.4,
ἐπέων γλυκὺν ὕμνονPi.N.9.3,
ἦ γ. ἈλκμάνAP 9.571
•del olor y otras sensaciones dulce, agradable
τῆς γῆς ὡς γλυκὺ ὄζειqué buen olor exhala la tierra Cratin.Iun.1,
γλυκὺ ἐς τὴν ὄψινHp.Alim.27, de la luz
ἥλιος, ὃς γλυκὺ φέγγος ἀντέλλων φαίνει πᾶσιν ἀριπρεπέωςIsidorus 4.13,
φῶςIUrb.Rom.1287.9,
σοῖσι τοκεῦσι φάος γλυκύISmyrna 550.5
•de alimentos grato, delicioso
πλακοῦςAr.Ach.1127,
οἶνοςXenoph.B 22.3, Epich.71.3, Nonn.D.7.77,
αἷμα γλυκύdel vino, Ach.Tat.2.2.4,
ψυχρὸν ... ὕδωρ καὶ γλυκὺ καὶ καθαρόνXenoph.B 1.8, otros contextos
γλυκεῖαν μόρου καταφυγήνTim.15.120,
λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκύPi.O.7.77,
μισθὸς ... ἐπ' ἔργμασιν γ.dulce compensación por sus trabajos, Pi.I.1.47,
ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳPi.N.7.52,
γλυκύταται φροντίδεςPi.O.1.19, cf. E.Med.1036,
πόνοςS.El.1145, cf. AP 7.11 (Asclep.),
οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδοςOd.9.34,
ΚῶςHerod.4.2,
ὦ γλυκεῖ' ΕἰράναLyr.Adesp.103,
(ἐλευθερίη)Hdt.7.135,
αὐτοῖς τὸν χειμῶνα δοκεῖν ... ἦρος αὐτοῦ γλυκύτερονLongus 3.4.1,
ἀγγελία γλυκεῖαgrata noticia Pi.O.4.5,
γέλωςPi.P.8.85,
ὄνειροςNonn.D.10.264,
γλυκὺν αὐχένα ... κούρηςNonn.D.42.74,
τί γλυκύ μοι, τί ποθεινὸν ἐν οὔρεσιν; Ὤλετο ΔάφνιςAP 7.535 (Mel.),
τῆς παιδείας ... τὰς μὲν ῥίζας πικράς, τὸν δὲ καρπὸν γλυκύνD.L.5.18.1
•neutr. como adv. dulcemente
μειδιάσασα γ.Ach.Tat.2.6.2.
2 de pers. o ref. a pers. dulce, amable, bondadoso en el carácter o en el trato
εἶναι δὲ γλυκὺν ὧδε φίλοις, ἐχθροῖσι δὲ πικρόνSol.1.5,
πικρὸς καὶ γ. ἴσθι ... λάτρισιThgn.1.301,
ὀργά γλυκεῖαdulce talante Pi.I.2.36, cf. Pi.P.6.52/53,
ὦ γλυκεῖαι παῖδες ἀρχαίου Σκότουlas Euménides, S.OC 106
•esp. de parientes y amigos dulce, querido
μάτηρSapph.102.1,
τῆς δ' ἦν οὔτι γλυκειότερονIUrb.Rom.1304,
θύγατερHld.4.8.7,
γλυκύτατοι ἑταῖροιLyd.Mag.3.30, cf. Ign.Magn.6.1,
ποθέων ... ἐμὸς γ. ὤλετο βούτηςmi dulce boyero murió de amor Nonn.D.15.411,
πῇ μοι ἐμὸς γενέτης γλυκὺς οἴχεται;Nonn.D.47.196,
Θησεύς(habla Ariadna), Nonn.D.47.320, como tratamiento cariñoso,
λέγε μοι, γλυκεῖαdime, querida Men.Epit.861,
οὐ τὸν ἐμὸν τὸν ἕνα γλυκύνno, por este querido único ojo mío (habla Polifemo), Theoc.6.22
•irón. simple, tonto
ὡς γ. εἶPl.Hp.Ma.288b.
3 usos especiales del superlativo:
a) en diálogo cómico querido, queridísimo expresión de cariño o amistad
ὦ γλυκύτατ' ΕὐριπίδηAr.Ach.462,
Εὐριπίδιον ὦ γλυκύτατον καὶ φίλτατονAr.Ach.475,
ὦ γλυκύτατονAr.Eccl.1046,
ὦ γλυκύτατον ΜυρρινίδιονAr.Lys.872,
ὦ γλυκυτάτη ΠραξαγόραAr.Ec.241,
ὦ γλυκυτάτη¡queridísima! Men.Epit.888,
Ἀφροδιταρίδιον γλυκύτατονPl.Com.208;
b) en fórmulas epistolares, como expresión de cariño y añoranza, esp. de parientes cercanos
Ἱερακίων ἀσπάζομαί σε, γλυκύτατεPBremen 48.35 (II d.C.),
Δωρίων Σερηνῷ τῷ γλυκυτάτῳ υἱῷ χαίρεινPMich.212.2 (II/III d.C.),
ἄσπασαι πολλὰ τὸν γλυκύτατον ἀδελφὸν ἉρποκρατίωναPOxy.935.22 (III d.C.),
ἄσπασε τὴν γλυκυτάτην ἐμὴν μητέρανPFlor.365.133 (III d.C.),
προσαγορεύει δὲ καὶ ὁ γλυκύτατος κοινὸς υἱὸς Θέωνte saluda también nuestro amadísimo hijo común Teón, POxy.3932.12 (VI d.C.),
τῷ δεσπότῃ μου τῆς ψυχῆς γλυκυτάτῳ καὶ τιμιωτάτῳPGrenf.61.1 (VI d.C.);
c) en fórmulas funerarias, ref. al muerto queridísimo, amadísimo, muy añorado
ἀδελφῷ γλυκυτάτῳIUrb.Rom.415.7 (II d.C.),
πατρὶ γλυκυτάτῳ μνήμης χάρινSEG 34.1276 (Paflagonia I/II d.C.),
τῷ γλυκυτάτῳ πατρὶ ... μνείας χάρινSEG 35.726 (Berea III d.C.), cf. SEG 35.1402 (Frigia, imper.),
τοῖς γλυκυτάτοις γονεῦσιν μνήμης χάρινSEG 37.1085 (Amisos III d.C.), cf. MAMA 8.108 (Licaonia);
d) ref. a la patria dulcísima, querida, amada frec. tb. como expr. de añoranza
τῇ γλυκυτάτῃ πατρίδι Θήρᾳ ... ἀνέθηκαSIG 852.15 (Tera II a.C.),
κλέος σοί ἐστιν ὑπὲρ τῆς γλυκυτάτης σου πατρίδος τελευτῆσαιA.Al.11B.13,
ἡ γλυκυτάτη πατρίςMilet 1(7).206 (III d.C.), ISmyrna 637.15 (III d.C.),
τὰ ἀγάλματα ἀνέθηκαν τῇ γλυκυτάτῃ πατρίδιSEG 37.1185.3 (Pisidia II d.C.), cf. SEG 36.1095.7 (Sardes III d.C.).
III subst. ἡ γ.
1 bot. regaliz, Glycyrrhiza glabra L., Thphr.HP 9.13.2, Hsch.
2 por antífrasis bilis Hsch., Sch.Nic.Th.594.
IV adv. -έως dulcemente Poll.4.24.
• Etimología: De *δλυκύς c. un tratamiento δλ- > γλ-, cf. lat. dulcis, mic. de-re-u-ko de *dleukos.