< γλυκισμός
γλύκκα· >
γλυκιστόν
,
-οῦ, τό
dud.
salsa dulce
γ. ἀπὸ στρουθ(ῶν) (καὶ) περιστ(ερῶν)
PVindob
.inv.G 23223.4 (VII d.C.) en
Anal.Pap
.2.1990.103.