< γλεύκη
γλευκινίτης >
γλευκηρός
,
-ά, -όν
propio del mosto
γλευκηρὸν ἀναζέον ἄνθος ὀπώρης
la otoñal flor del mosto que fermenta
Orác. en
Theos.Tub
.41.