γλαυκόχρως, -χροος
de color brillante, verde blanquecino o grisáceo
ᾧ ... ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίαςPi.O.3.13,
γλαυκόχροα θαλλὸν ἐλαίηςNonn.D.22.72.
ᾧ ... ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίαςPi.O.3.13,
γλαυκόχροα θαλλὸν ἐλαίηςNonn.D.22.72.