γλακτοφάγος, -ον
• Prosodia: [-φᾰ-]
que se alimenta de leche epít. de algunos pueblos
ἹππημολγοίIl.13.6, de los escitas, Hes.Fr.151,
γλακτοφάγων βρεφέωνPamprepius 3.174, cf. γαλακτοφάγος.
ἹππημολγοίIl.13.6, de los escitas, Hes.Fr.151,
γλακτοφάγων βρεφέωνPamprepius 3.174, cf. γαλακτοφάγος.