< γλᾶθις
γλαισμός >
γλαινοί
,
-ῶν, οἱ
• Alolema(s):
γλαΐνοι
EM
232.40G.
adornos en forma de estrella
Hsch.,
EM
l.c., cf. dud.
γλαιν[
Dionysius 78.1.