< γιγγράϊνος
γίγγρας >
γιγγραντός
,
-ή, -όν
mús.
propio de flauta fenicia
μέλη γιγγραντὰ καὶ κακὸν μέγα
de canciones de Eurípides
, Axionic.3.3, cf. γίγγρας.