< γιγγλία
γιγγλισμός >
γιγγλίζω
• Alolema(s):
γιγλ-
Anecd.Ludw
.74.17
1
hacer cosquillas
,
Anecd.Ludw
.l.c.
2
γιγγλίζειν· τὸ ἀπειλεῖν
AB
88.5.