γιγγλυμώδης, -ες
zool. subst. τὸ γιγγλυμῶδες charnela o juntura de los bivalvos
αἱ ... λεπάδες κάτω ἐν τῷ βάθει, τὰ ... δίθυρα ἐν τῷ γιγγλυμώδειArist.HA 529a31.
αἱ ... λεπάδες κάτω ἐν τῷ βάθει, τὰ ... δίθυρα ἐν τῷ γιγγλυμώδειArist.HA 529a31.