< γιγγλυμοειδής
γίγγλυμος >
γιγγλυμόομαι
medic.
encajarse como un gozne
γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σπόνδυλοι
Hp.
Art
.45, cf. Gal.18(1).532.