γιγγλυμωτός, -όν
1 unido por medio de goznes
σανίδεςen máquinas de guerra, Ph.Mech.91.29,
προτείχισμα ξύλινονApollod.Poliorc.189.9.
2 subst. τὸ γ. n. de un tipo de beso Phot.γ 115, s.u. μανδαλωτόν.
σανίδεςen máquinas de guerra, Ph.Mech.91.29,
προτείχισμα ξύλινονApollod.Poliorc.189.9.