< Γῐγαρτώ
γιγαρτώνιον >
γιγαρτώδης
,
-ες
1
parecido a la pepita de uva
τι μαλακόν
Thphr.
HP
3.17.6.
2
subst. τὸ γ. fig.
desecho
πυρώσω εἰς καθαρὸν τὸ γ. σου
Thd.
Is
.1.25.