γιγαντικός, -ή, -όν
• Alolema(s): frec. Γιγ-


1 gigantesco, monstruoso θρασύτης Simp.in Ph.1145.4, γ. πόλεμος ἐν ταῖς ψυχαῖς Procl.in Prm.692, κορύνη Ps.Caes.218.134.

2 de o sobre los Gigantes διηγήματα Eus.PE 5.4.8
subst. τὰ Γιγαντικά hazañas de los Gigantes, Gigantomaquias τὰ ... Γ. καὶ Τιτανικά Plu.2.360e.