γηθόσῠνος, -η, -ον
• Morfología: [tb. -ος, -ον Orph.H.27.14, AP 6.235 (Thallus)]
gozoso, contento de pers. gener. pred.
γηθόσυνοι θεράποντες ... τεύχε' ἕλοντοIl.7.122,
ὤρνυτ' Ἰήσων γ.A.R.1.350,
ἔρχεο γ.Orph.l.c., cf. L.4, Q.S.2.103, 4.207, 6.69, c. ac. de rel.
Ἀτρεΐδης δὲ παρῴχετο γ. κῆρIl.4.272, cf. 18.557
•c. dat. contento de, que disfruta con
χάρμῃIl.13.82,
ξείνῳA.R.1.784,
γυμνασίου σκιερῷ ... δαπέδῳIMEG 62.4 (ptol.)
•no ref. a pers. feliz, alegre
ταῦτ' ἔχω σοι ... φράζειν γηθόσυνα πάνυHp.Ep.17.10,
γηθοσύνους λοιβὰς σπένδομενAP l.c.