γηθοσύνη, -ης, ἡ


alegría, gozo γηθοσύνῃ δὲ θάλασσα διίστατο Il.13.29, ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἦτορ γηθοσύνῃ Il.21.390, γ. καὶ χαρά Ph.1.354, Plu.2.1099f, cf. Hsch., en plu. γηθοσύνας δὲ δέχοντο h.Cer.437, cf. A.R.2.878, 4.620
personif. ἡ Γ. la Alegría Emp.B 17.24, Polyaen.8.50.