γεῦσις, -εως, ἡ
1 sentido del gusto Democr.B 11, Arist.EN 1118a26, de An.422a29, Chrysipp.Stoic.2.227, D.Chr.8.21, Gal.17(2).140, Poll.2.104, Aristid.Quint.113.22, Horap.1.31.
2 acción de gustar, degustación
ἐν τῇ γεύσει τοῦ οἴνουLXX Da.5.20.
3 gusto, sabor
γλυκὺ ἐς γεῦσιν, οἷον μέλιHp.Alim.27,
πηγὴ ... τῇ μὲν γεύσει ὀξίζουσαTheopomp.Hist.278d,
(οἶνος) κατὰ μὲν τὴν γεῦσιν ἡδύςPlb.12.2.7, cf. 38.5.7,
οὐδὲν ὄψον ἄνευ ἁλῶν γεύσει κεχαρισμένονD.Chr.18.13,
τῶν πικρῶν γ.A.D.Synt.291.7, cf. Gp.5.7.3,
ναρδίζον δὲ τῇ γεύσειDsc.1.12,
τῇ δὲ γεύσει ἁλμυράVett.Val.1.23,
οἰνώδηςGp.7.15.4,
πηγαὶ ... πολὺ τὴν γεῦσιν ἀλλήλων διαφέρουσαιI.BI 7.186,
ἡ γ. ἦν τοῦ μάνναEu.Ebion.2, cf. Hp.Epid.6.8.8, Plu.2.137a, I.BI 4.468.
4 alimento
ξένηLXX Sap.16.2.