γεῦμα, -ματος, τό


I 1degustación o cata del vino ἦ γὰρ γ. τὴν ὠνὴν καλεῖ E.Cyc.150, τρία γε ταυτὶ γεύματα Ar.Ach.187, γεύματ' οἴνων Ephipp.18, Philoch.5, ἱκανὰ ... ταῦτα δηλῶσαι τὸν ἄνδρα, καθάπερ τὸν ἀνθοσμίαν τὸ γ. Philostr.VS 557, de una mercancía, Philostr.VA 6.12, ἱερὸν γ. cata del vino sagrado, SEG 35.1109 (Éfeso III d.C.), IEphesos 2076.6 (III d.C.), cf. οἱ ἐπὶ τὸ γ. πραγματευόμενοι IEphesos 728.34 (III d.C.)
fig. prueba, primera impresión, contacto γεύματος χάριν Arist.HA 491a8, ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἐκ παραδρομῆς μαθεῖν ὡσπερεὶ γεύματος ἕνεκεν Plu.2.7c, τὸ γ. ... ἁγίου πνεύματος Antip.Bost.Annunt.16, cf. LXX 2Ma.13.18.

2 alimento σιτηρὰ γεύματα Hp.Acut.10, ἀπόσιτοι πάντων γευμάτων Hp.Epid.1.2
fig. ἄγευστοι γάρ εἰσι τοῦ παντρόφου γεύματος σοφίας son desconocedores del gusto de la Sabiduría, el alimento universal Ph.1.544.

II gener. calidad οἶνος ... πρώτου γεύματος vino de primera calidad, DP 2.8, ἐλαίου ... δευτέρου γεύματος DP 3.2, γάρου γεύματος πρωτείου DP 3.6.