< *γείρω
γεισεπίστυλον >
γεῖσα
,
ἡ
• Alolema(s):
γίσσα
St.Byz.s.u.
Μονόγισα
1
arq.
cornisa
Hsch.,
AB
227.7.
2
palabra caria para
piedra
St.Byz.l.c., cf. γεῖσον.