γεόομαι


convertirse en tierra ἐγεώθη τοῦ κόλπου πᾶς ὁ τόπος D.S.3.40, τὸ δὲ διερευνᾶσθαι τὴν κόνιν ἀπὸ τῆς γεοθείσης σαρκός Gr.Nyss.Ep.Can.7, cf. Res.252.7
fig. del alma endurecerse como la tierra κακυνομένης δὲ παχύνεται καὶ γεοῦται Synes.Insomn.6 (γαιο- cód.).