γείσωμα, -ματος, τό
arq. saliente, entablamento
τὸ δὲ προῦχον τοῦ ὑπερθυρίου ... γεισώματαPoll.1.76, cf. 120, Syria 17.1936.260.7 (Palmira III d.C.).
τὸ δὲ προῦχον τοῦ ὑπερθυρίου ... γεισώματαPoll.1.76, cf. 120, Syria 17.1936.260.7 (Palmira III d.C.).