< γευστέον
γεύστης >
γευστήριον
,
-ου, τό
• Alolema(s):
γεύστριον
Gloss
.2.262
catavino
Ar.
Fr
.310, Pherecr.152.3,
Gloss
.l.c.
•
fig.
λόγων γευστήρια
Com.Adesp
. en
ZPE
93.1992.155b.6.