< Γερόντων λιμήν
Γεροῦνδα >
γερός
,
-ά, -όν
de edificios, sent. dud.
ἱερὰ πάντα γερὰ καὶ στεγνὰ καὶ τεθυρωμένα
ID
1417C.89 (II a.C.), cf. 58.