< γερανῖτις
γερανογέρων >
γερανοβωτία
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
-βοσία
Poll.9.16
criadero de grullas
χηνοβωτίας γε καὶ γερανοβωτίας
Pl.
Plt
.264c, l. de Poll.l.c.
ad loc
.