γεοειδής, -ές
de naturaleza terrosa, terroso, formado por tierra
γᾶς τε καὶ γεοειδέωνTi.Locr.101a,
γεννᾶται ἔκ τινος συστάσεως γεοειδοῦς καὶ ὑγρᾶςArist.GA 731b13,
ἐκδύνουσιν ἐκ τοῦ γεοειδοῦς τοῦ περιέχοντος ἀκρίδεςArist.HA 555b28, cf. Plu.2.430d.