γενέθλη, -ης, ἡ
• Alolema(s): lesb., dór. γενέθλα Alc.129.7, Simon.37.38, Hymn.Is.36 (Andros)
I
σῆς ἐξ αἵματός εἰσι γενέθληςIl.19.111,
ἐμῆς ἔξ εἰσι γενέθληςOd.13.130,
Παιήονος ... γ.Od.4.232, cf. Hes.Fr.150.19, 204.7,
ὦ φιλία γ.S.Fr.226,
ἦν δὲ γενέθλην ἼκιοςCall.Fr.178.7,
Ζηνὸς ... γ.Orác. en IGR 4.360.13 (Pérgamo II d.C.), cf. Colluth.250, Orph.A.254, Pamprepius 4.44.
2 raza, casta
ἀταρτηροῖο γενέθληςde mala ralea Hes.Th.610,
Λαιστ[ρ]υ[γον]ίην ... γενέθληνHes.Fr.150.26,
τῶν ἠλιθίων ... γ.Simon.l.c., del género humano
γενέθλας ἀρχάHymn.Is.l.c.,
θηρῶν γ.h.Hom.27.10.
3 descendencia, vástagos
Διὸς Λητοῦς τε γ.h.Ap.136, cf. S.El.128
•de caballos cría
τῶν οἱ ἓξ ἐγένοντο ... γ.Il.5.270.
II concr.
1 origen, generación
ἐξ Ἀλύβης, ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γ.Il.2.857, ref. a Hera
κ]υδαλίμαν θέον πάντων γενέθλανdiosa gloriosa, origen de todas las cosas Alc.l.c.
2 nacimiento, alumbramiento
ἐκ δὲ γενέθλης νηπίαχοι τόξοισι καὶ ἱπποσύνῃσι μέλονταιD.P.1044,
δυσώδινος γ.AP 6.272 (Pers.).
3 generación
ἐφ' ἡμετέρῃ γενέθλῃen nuestra generación, e.d. en nuestra época Opp.H.5.459.