γενναιότης, -ητος, ἡ
1 alto nacimiento, noble cuna del emperador Claudio, I.AI 19.212, cf. 17.333, de Heracles, Corn.ND 31
•de pueblos nobleza
γένους ... γενναιότητιD.Chr.39.1,
τῷ ὄντι καθαρῶς ὄντας Ἕλληνας ἐν αὐτῷ τούτῳ τὴν γενναιότητα ἐπιδεικνύναιD.Chr.48.8
•de anim. pura raza Max.Tyr.1.8.
2 nobleza de alma
γ. σοι, μωρία δ' ἔνεστί τιςde Antígona, E.Ph.1680, cf. Th.3.82, Plb.1.59.6
•conducta noble, entereza, gallardía, generosidad
ὑπὸ γενναιότητος ... ταῦτα διενεγκεῖνThemist.Ep.13,
γ. καὶ τόλμαPlb.1.36.7,
τὸν ἑαυτοῦ θάνατον ὑπόδειγμα γενναιότητοςLXX 2Ma.6.31,
τοῦ βουλεύματοςI.BI 7.406, cf. LXX 4Ma.17.2,
ἠθῶνPhld.Mus.4.1B.9, Mac.Aeg.Serm.B 19.1.4,
τῆς ψυχῆςD.C.36.12, de los mártires Mart.Pol.2.2,
ἐν τοῖς λόγοις ἁπλότητα καὶ γενναιότητα τοῦ τρόπουD.Chr.18.11, como virtud estoica
junto a σωφροσύνη καὶ εὐταξίαDiog.Bab.Stoic.3.226.
3 fertilidad
(τὸ γῄδιον) ὑπὸ γενναιότητος καὶ διπλάσια ἀπέδωκενX.Cyr.8.3.38,
ἡ τῆς χώρας γ.Plb.3.44.8.