< γενέσιος
γενεσιουργία >
γενεσιουργέω
dar el ser
,
engendrar
μυριάδας ψυχῶν
Corp.Herm.Fr
.23.15
•
abs. Herm.
in Phdr
.169, Epiph.Const.
Haer
.6.51.