γεμίζω
I tr. en v. act.
1 llenar con, cargar de c. ac. del ‘receptor’ y gen. de la carga
σποδοῦ γεμίζων λέβηταςA.A.443,
ὁλκάδα παλαιὰν κληματίδων καὶ δᾳδόςTh.7.53,
τὰ πλοῖα πάντα ... τῶν τε ἀνδραπόδων καὶ τῶν χρημάτωνX.HG 6.2.25, cf. Plb.1.18.8,
τὴν ναῦν ξύλων καὶ χαράκωνD.21.168, cf. 34.36, PSI 429.12 (III a.C.),
τρ]απέζας ... θοίνηςIGLS 1.146 (Comagena I a.C.),
τὰς ὑδρίας ὕδατοςEu.Io.2.7,
παροψίδα ὀξογάρουArr.Epict.2.20.30,
τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἐκ τῶν κερατίωνEu.Luc.15.16
•sobreentendido uno de los dos casos: sólo c. el ac. del ‘receptor’ llenar
γεμίσω σ' ἐγώdirigido a una copa, Theopomp.Com.33,
τὴν κιστέρνανHero Mens.20,
τὴν ὑδρίανSch.E.Hipp.123,
τὸ τόξονPs.Callisth.1.31B
•sólo c. gen. de la carga
γέμεισον χόρτουcarga el forraje (en el burro) PTeb.419.17 (III d.C.), cf. dud. SB 1976 (V d.C.)
•c. ac. de la carga cargar, coger
γεμιζούσῃ τῇ θυγατρὶ ὕδωρ συντυχόντεςPaus.3.13.3
•c. doble ac., del receptor y la carga cargar
πάντα τὰ κτήνη γεμίζι (sic) βάκανονcarga con berza a todos los animales, PFay.117.14 (II d.C.),
ἵνα αὐθωρὸν αὐτὸν γεμίσῃς ἄρτων ἀρτάβας δύοPFlor.195.4 (III d.C.).
2 c. ac. de pers. hartar, saciar
ἄριστον ... καταλαβὼν ... ἐγέμιζεν αὑτόνMen.Pc.546.
II en v. med.-pas.
1 intr. llenarse, cargarse
σκάφος ὁλκὰς ὣς γεμισθείςE.Cyc.505,
καὶ οὕτω γεμισθεῖσαι ἀποπέτονταιlas abejas, Arist.HA 624b2,
κηρύττειν πρώτους γεμίζεσθαι τοὺς ὡς ὑμᾶς πλέονταςD.20.31,
ἔστ' ἂν τὸ ὑδροστάσιον γεμισθῇPFay.131.12 (III/IV d.C.),
βίου δὲ χρῄζοντες καὶ τοῦ γεμίζεσθαι τὴν γαστέραThem.Or.23.293d
•c. gen. llenarse de
ὅταν αἱ ... φλέβες γεμισθῶσιν ἠέροςHp.Flat.10,
ἐγεμιζόμην ἀνθρωπείου τροφῆςLuc.Asin.46,
ἐγεμίσθη ὁ ναὸς καπνοῦApoc.15.8,
πτερῶν αὐτὸ (κεράμιον) γεμισθῆναι ἐκέλευσενHierocl.Facet.21
•c. gen. abstr.
γεμισθεὶς ἀλαζονείαςPh.2.186,
γεμισθέντας εὐσεβείαςPh.2.357,
τῶν τε τῆς κόρης προσώπων γεμισθείςAch.Tat.1.6.1.
2 c. ac.
πῦρ δὲ γεμισθείςAP 12.85 (Mel.).