γελαστικός, -ή, -όν
1 capaz de reírse
ἀπήντητό σοι ζῷον γελαστικόν;S.E.P.2.211,
ὁ ἄνθρωπος γ.Simp.in Ph.104.27, in Cael.31.4, cf. Luc.Vit.Auct.26, Clem.Al.Paed.2.5.46
•subst. τὸ γελαστικόν capacidad de risa
τὸ λογικὸν τοῦ γελαστικοῦ εἰς διάκρισιν καὶ διαφορὰν πρὸς τὰ λοιπὰ ζῷαIambl.Protr.21, cf. Antig.Mir.fr.3, Alex.Aphr.in APr.295.5.
2 adv. -ῶς con ganas de reir Sud.s.u. γελασείοντα.