γειτνία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Ep.23
• Grafía: graf. frec. en pap. γιτν-


1 vecindad, proximidad c. gen. διορίζουσιν ὀφθαλμῶν γειτνίην Hp.l.c., οἱ ἐν γιτνίᾳ μου ὄντες mis vecinos, PFlor.319.5 (II d.C.), cf. Hsch.

2 barrio ὡς ἥρμοζεν ἑκάστοις κατὰ γιτνίαν IGLS 1.98 (Comagena I a.C.).

3 plu. lindes, límites de terrenos (ἄρουραι) ὧν αἱ [γε]ιτνίαι πρό[κει]νται διὰ τῆς συγγραφῆς SB 4010.3 (II a.C.), cf. PAmh.51.16 (I a.C.), FDE 287.2 (II a.C.), BGU 94.25 (III d.C.) en BL 7.10.