γεηρός, -όν


1 de tierra, terroso λόφοι Hp.Aër.7, γεηρὰ καὶ πετρώδη Pl.R.612a, (τὰ μέρη) γεηρὰ λίαν (las partes) que tienen un exceso de tierra Arist.GA 743a12, cf. Alex.Aphr.189.16.

2 terrestre γεηρὰ σώματα Plot.2.1.6, cf. 4.5.1.

3 terrenal οἱ κτησάμενοι τούσδε τοὺς γεηροὺς θησαυρούς Manes 76.2
subst. op. οὐράνιον lo terreno Them.Or.32.359a.