γέεννα, -ης, ἡ
• Alolema(s): γέννα Orac.Sib.1.103, Thdt.H.Rel.13.16
hebr. gë-hinnöm, el valle del Hinnom, infierno
ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρόςEu.Matt.5.22,
ἐξαποτῖσαι εἰς γένναν μαλεροῦ λάβρου πυρὸς ἀκαμάτοιοOrac.Sib.l.c.,
τῆς γεέννης τὸ βάθοςThdt.H.Rel.31.7, cf. 13.16, 26.25, 31.8, Io.Iei.Serm.M.88.1961B
•
op. βασιλείαMac.Aeg.Hom.40.3.