γεγωνέω
• Morfología: [verb. contr. sobre perf. γέγωνα q.u., impf. γεγώνευν Od.9.47, ἐγεγώνευν Od.17.161; fut. γεγωνήσω Hsch.]


I intr.

1 dejarse oir, hacerse entender c. dat. ἀλλ' οὔ πώς οἱ ἔην βώσαντι γεγωνεῖν Il.12.337, οὐδέν σοι μᾶλλον γεγωνεῖν δύναμαι Pl.Hp.Ma.292d
c. constr. adverb. ἀδηνέως γεγωνέοντες Schwyzer 688B.12 (Quíos V a.C.), πορρωτέρω ὁ αὐτὸς τῇ αὐτῇ φωνῇ γεγώνει μετ' ἄλλων ᾄδων ... ἢ μόνος Arist.Pr.917b21
llamar clamando Κίκονες Κικόνεσσι γεγώνευν Od.9.47.

2 hablar, transmitir significados οὐ δύνανται γεγωνεῖν ... ἀλλὰ μόνον φωνοῦσιν Arist.Aud.804b24, (ὁ ἀήρ) οὐ γεγωνεῖ Arist.de An.420a1.

II c. ac. proclamar, contar (οἰωνόν) ἐφρασάμην καὶ Τηλεμάχῳ ἐγεγώνευν Od.17.161, (λόγον) A.Pr.523, τῇδε τὴν λοιπὴν πλάνην A.Pr.784, cf. E.Io 696
c. or. de inf. σὸς δ' ἐπέων ... καλὸς πόνος οὔ σε γεγωνεῖ φθίσθαι AP 7.12
en v. pas. τὰ γεγωναμένα la proclamación, IG 5 (1).1111.12 (Gerontras); cf. γέγωνα, γεγωνός.