< Γαστροδώρη
γαστροιΐς >
γαστροειδής
,
-ές
• Alolema(s):
γαστροίδης
Phot.
γ
38;
γαστροοίδης
Hsch., Eust.1684.28
ventrudo
,
panzudo
ναῦς
Plu.
Per
.26
•
de pers.
barrigudo
Hsch., Phot.l.c., Eust.l.c.