< γαστρίζω
γαστριμάργα >
γαστρικός
,
-ή, -όν
sent. dud., dicho de dos tipos de
resina
ῥητίνη γ.
Hippiatr
.96.23,
μάννα λιβάνου γαστρικῆς
Hippiatr
.130.47.