< Γαρί
Γαρίεννος >
γαρίδιον
,
-ου, τό
pequeña cantidad de garo
, dud.
SB
12578.2 (I d.C.), cf.
Gloss
.49D.
•
tarro de garo
plu.
τὰ γαρίζα (
sic
)
POxy
.1158.12 (III d.C.), v. tb. γαρίτιον.