γαργαρεών, -ῶνος, ὁ


medic.

1 úvula, campanilla Hp.Prog.23, Morb.2.10, 29, 33, Epid.3.1.6, Arist.Iuu.474a20, HA 492b10, Gal.3.526, 14.713, Cyran.4.77.4, 6.4.2, Erot.29.16, Hsch.

2 inflamación aguda de la campanilla ἢν δὲ ἡ σταφυλὴ κατακρεμασθῇ καὶ πνίγῃ, ἔνιοι δὲ τοῦτο καλοῦσι γαργαρεῶνα Hp.Aff.4.