γανύσκομαι
• Grafía: graf. γανν- Them.Or.2.26d
alegrarse, complacerse
ἐγαννύσκετο καὶ ἐλαμπρύνετοThem.Or.l.c., cf. 21.254c
•disfrutar c. gen.
ἐγανύσκοντο τοῦ τόπουSocr.Ep.18.1.
ἐγαννύσκετο καὶ ἐλαμπρύνετοThem.Or.l.c., cf. 21.254c
ἐγανύσκοντο τοῦ τόπουSocr.Ep.18.1.