γαμφαί, -ῶν, αἱ
• Morfología: [dat. plu. γαμφαῖσιν Lyc.152, 358]
1 mandíbulas
πάππον ἐν γαμφαῖσιν ... μιστύλασ'Lyc.152, cf. Hsch., tb. sg. EM 221.13G.
2 adj. curvo
τόργου ... γαμφαῖσιν ἅρπαιςLyc.358.
πάππον ἐν γαμφαῖσιν ... μιστύλασ'Lyc.152, cf. Hsch., tb. sg. EM 221.13G.
τόργου ... γαμφαῖσιν ἅρπαιςLyc.358.