< γαλουχέω
γαλοῦχος >
γαλουχία
,
-ας, ἡ
lactancia
,
crianza
περὶ τοὺς θεσμοὺς τῆς γαλουχίας
Diad.
Perf
.86,
τῆς γαλουχίας ὁ χρόνος
Gp
.16.21.7.