< γαλλιαμβικός
γαλλιάριος >
γαλλίαμβος
,
-ου, ὁ
lat.
galliambus
métr.
galiambo
Quint.
Inst
.9.4.6, Ter.Maur.2887, 2890, Diom.514.12, 17.